Βαθούλωμα στα ουγγρικά
Μετάφραση: βαθούλωμα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
horpadás, behorpadás, benyomódás, Dent, horpadást, lófogú
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βαθούλωμα
βαθούλωμα κρανίου, βαθούλωμα στο στέρνο, βαθούλωμα αυτοκινήτου, βαθούλωμα στα νύχια, βαθούλωμα στο αυτοκίνητο, βαθούλωμα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, βαθούλωμα στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- βαθουλωμένος στα ουγγρικά - beesett, lyukas, medence, üreges, homorú, horpadt, behorpadt, ...
- βαθουλώνω στα ουγγρικά - horpadás, benyomódás, behorpadás, Dent, horpadást, lófogú
- βαθυστόχαστος στα ουγγρικά - beható, mély, mélyreható, mélységes, alapos, alapvető
- βαθύς στα ουγγρικά - alapos, beható, mély, mélyen, a mély, mélységes
Τυχαίες λέξεις
Βαθούλωμα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: horpadás, behorpadás, benyomódás, Dent, horpadást, lófogú
Μεταφράσεις: horpadás, behorpadás, benyomódás, Dent, horpadást, lófogú