Βαθούλωμα στα πολωνικά

Μετάφραση: βαθούλωμα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nacięcie, wgniecenie, uszczerbek, szczerba, wgięcie, wklęśnięcie, szczerbić, wgniatać, wygięcie, dent, wgniecenia
Βαθούλωμα στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βαθούλωμα

βαθούλωμα κρανίου, βαθούλωμα στο στέρνο, βαθούλωμα αυτοκινήτου, βαθούλωμα στα νύχια, βαθούλωμα στο αυτοκίνητο, βαθούλωμα λεξικό γλώσσας πολωνικά, βαθούλωμα στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • βαθουλωμένος στα πολωνικά - pusty, dziurawy, wydrążenie, dźwięk, próżnia, próżny, dół, ...
  • βαθουλώνω στα πολωνικά - szczerba, nacięcie, uszczerbek, wklęśnięcie, wgięcie, wgniatać, wgniecenie, ...
  • βαθυστόχαστος στα πολωνικά - gruntowny, całkowity, głęboki, dogłębny, głębokie, głęboka, głęboką
  • βαθύς στα πολωνικά - głęboki, niski, wielki, wiedza, całkowity, gruntowny, głębia, ...
Τυχαίες λέξεις
Βαθούλωμα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: nacięcie, wgniecenie, uszczerbek, szczerba, wgięcie, wklęśnięcie, szczerbić, wgniatać, wygięcie, dent, wgniecenia