Βαθούλωμα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: βαθούλωμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dente, Dent, Dent A, mossa, entalhe
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βαθούλωμα
βαθούλωμα κρανίου, βαθούλωμα στο στέρνο, βαθούλωμα αυτοκινήτου, βαθούλωμα στα νύχια, βαθούλωμα στο αυτοκίνητο, βαθούλωμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, βαθούλωμα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- βαθουλωμένος στα πορτογαλικά - cavidade, holandês, dentado, amolgado, amassado, amassada, prejudicada
- βαθουλώνω στα πορτογαλικά - dente, Dent, Dent A, mossa, entalhe
- βαθυστόχαστος στα πορτογαλικά - fundo, lucrar, lucro, entranhado, profundo, profunda, profundas, ...
- βαθύς στα πορτογαλικά - crer, entranhado, lucrar, profundamente, acreditar, lucro, fundo, ...
Τυχαίες λέξεις
Βαθούλωμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: dente, Dent, Dent A, mossa, entalhe
Μεταφράσεις: dente, Dent, Dent A, mossa, entalhe