Γενικός στα εσθονικά

Μετάφραση: γενικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kindral, tunked, türp, üldine, üldise, üldist, üldiselt, üldised
Γενικός στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γενικός

γενικός γραμματέας κυβέρνησης, γενικός δείκτης χα, γενικός γραμματέας αποκεντρωμένης διοίκησης κρήτης, γενικός οικοδομικός κανονισμός, γενικός κανονισμός λιμένα, γενικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, γενικός στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • γενικά στα εσθονικά - üldiselt, tavaliselt, üldjuhul, üldisemalt, enamasti
  • γενική στα εσθονικά - genitiiv, omastav, üldine, üldise, üldist, üldiselt, üldised
  • γενικότητα στα εσθονικά - üldistus, üldistamine, üldsõnalisus, üldkehtivust, üldisuse, üldisust, üldtähendust
  • γεννήτρια στα εσθονικά - generaator, dünamo, generaatori, generaatorid, generator, generaatorit
Τυχαίες λέξεις
Γενικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kindral, tunked, türp, üldine, üldise, üldist, üldiselt, üldised