Γενικός στα φινλανδικά
Μετάφραση: γενικός, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
koko, ylimalkainen, yleinen, yleistä, yleisen, yleiset, yleisiä
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γενικός
γενικός γραμματέας κυβέρνησης, γενικός δείκτης χα, γενικός γραμματέας αποκεντρωμένης διοίκησης κρήτης, γενικός οικοδομικός κανονισμός, γενικός κανονισμός λιμένα, γενικός λεξικό γλώσσας φινλανδικά, γενικός στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- γενικά στα φινλανδικά - yleisesti, ylipäänsä, ylimalkaan, useimmiten, yleensä, yleisesti ottaen, tavallisesti, ...
- γενική στα φινλανδικά - yleinen, yleisen, yleistä, yleiset, yleisiä
- γενικότητα στα φινλανδικά - yleistys, yleisyys, yleisyyttä, yleispätevyyttä, yleisluonteisuus, yleisyyden
- γεννήτρια στα φινλανδικά - emäsuora, generaattori, generaattorin, generaattorit, generaattoria, generator
Τυχαίες λέξεις
Γενικός στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: koko, ylimalkainen, yleinen, yleistä, yleisen, yleiset, yleisiä
Μεταφράσεις: koko, ylimalkainen, yleinen, yleistä, yleisen, yleiset, yleisiä