Ιδιοκτησία στα εσθονικά
Μετάφραση: ιδιοκτησία, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
omandus, kinnisvara, vara, omandi, pakkumisega, majutuskoht
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιδιοκτησία
ιδιοκτησία και πλούτοσ στη σπάρτη τησ κλασικήσ εποχήσ, ιδιοκτησία στην αγγλία, ιδιοκτησία ιστοσελίδας, ιδιοκτησία και επανάσταση, ιδιοκτησία εξ'αδιαιρέτου, ιδιοκτησία λεξικό γλώσσας εσθονικά, ιδιοκτησία στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ιδιαίτερος στα εσθονικά - omavaheline, lahutama, isiklik, reamees, eri, eraldi, eriline, ...
- ιδιοκτήτης στα εσθονικά - omanik, omaniku, omanikule, kodu, omanikul
- ιδιορρυθμία στα εσθονικά - kummalisus, omapära, eripära, iseärasus, eripärast, eripäraks
- ιδιοτέλεια στα εσθονικά - egoism, isekus, isekuse, isekusest, isekust, isekuses
Τυχαίες λέξεις
Ιδιοκτησία στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: omandus, kinnisvara, vara, omandi, pakkumisega, majutuskoht
Μεταφράσεις: omandus, kinnisvara, vara, omandi, pakkumisega, majutuskoht