Ιδιοκτησία στα σουηδικά
Μετάφραση: ιδιοκτησία, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
besittning, egendom, egenskapen, fastighet, fastigheten, egenskap
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιδιοκτησία
ιδιοκτησία και πλούτοσ στη σπάρτη τησ κλασικήσ εποχήσ, ιδιοκτησία στην αγγλία, ιδιοκτησία ιστοσελίδας, ιδιοκτησία και επανάσταση, ιδιοκτησία εξ'αδιαιρέτου, ιδιοκτησία λεξικό γλώσσας σουηδικά, ιδιοκτησία στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ιδιαίτερος στα σουηδικά - privat, enskild, skilja, menig, speciell, särskild, särskilda, ...
- ιδιοκτήτης στα σουηδικά - ägare, ägaren, ägaren för mer information, ägaren för
- ιδιορρυθμία στα σουηδικά - egenhet, egen, egenheten, egendomlighet, säregna
- ιδιοτέλεια στα σουηδικά - själviskhet, egoism, själviskheten, självisk, egoismen
Τυχαίες λέξεις
Ιδιοκτησία στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: besittning, egendom, egenskapen, fastighet, fastigheten, egenskap
Μεταφράσεις: besittning, egendom, egenskapen, fastighet, fastigheten, egenskap