Ιδιοκτησία στα πολωνικά
Μετάφραση: ιδιοκτησία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
własność, posiadanie, nieruchomość, właściwość, majątek, mienie
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιδιοκτησία
ιδιοκτησία και πλούτοσ στη σπάρτη τησ κλασικήσ εποχήσ, ιδιοκτησία στην αγγλία, ιδιοκτησία ιστοσελίδας, ιδιοκτησία και επανάσταση, ιδιοκτησία εξ'αδιαιρέτου, ιδιοκτησία λεξικό γλώσσας πολωνικά, ιδιοκτησία στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- ιδιαίτερος στα πολωνικά - oddzielać, oddzielny, indywidualny, odrębny, odróżnić, odseparować, ustronny, ...
- ιδιοκτήτης στα πολωνικά - posiadacz, armator, właściciel, właścicielem, Jesteś właścicielem, właściciela
- ιδιορρυθμία στα πολωνικά - dziwactwo, dziwowisko, osobliwość, dziwność, cudactwo, dziwaczność, niezwykłość, ...
- ιδιοτέλεια στα πολωνικά - egoizm, autofilia, sobkostwo, samolubstwo, egoizmu, egoizmem, samolubstwa
Τυχαίες λέξεις
Ιδιοκτησία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: własność, posiadanie, nieruchomość, właściwość, majątek, mienie
Μεταφράσεις: własność, posiadanie, nieruchomość, właściwość, majątek, mienie