Ιδιοκτησία στα λιθουανικά
Μετάφραση: ιδιοκτησία, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
turtas, nuosavybė, objekto, turto, nuosavybės
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιδιοκτησία
ιδιοκτησία και πλούτοσ στη σπάρτη τησ κλασικήσ εποχήσ, ιδιοκτησία στην αγγλία, ιδιοκτησία ιστοσελίδας, ιδιοκτησία και επανάσταση, ιδιοκτησία εξ'αδιαιρέτου, ιδιοκτησία λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ιδιοκτησία στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ιδιαίτερος στα λιθουανικά - skirtingas, atskiras, privatus, specialus, ypatingas, ypatingą, speciali, ...
- ιδιοκτήτης στα λιθουανικά - savininkas, šeimininkas, savininko, savininkė
- ιδιορρυθμία στα λιθουανικά - ypatumas, ypatybė, savitumas, ypatingumas, būdingas bruožas
- ιδιοτέλεια στα λιθουανικά - savanaudiškumas, egoizmas, savanaudiškumo, savanaudiškumą, savanaudiškumui
Τυχαίες λέξεις
Ιδιοκτησία στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: turtas, nuosavybė, objekto, turto, nuosavybės
Μεταφράσεις: turtas, nuosavybė, objekto, turto, nuosavybės