Ιδιοκτησία στα ιταλικά
Μετάφραση: ιδιοκτησία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
proprietà, possesso, immobili, struttura a, beni, di proprietà
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιδιοκτησία
ιδιοκτησία και πλούτοσ στη σπάρτη τησ κλασικήσ εποχήσ, ιδιοκτησία στην αγγλία, ιδιοκτησία ιστοσελίδας, ιδιοκτησία και επανάσταση, ιδιοκτησία εξ'αδιαιρέτου, ιδιοκτησία λεξικό γλώσσας ιταλικά, ιδιοκτησία στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ιδιαίτερος στα ιταλικά - dividere, separare, singolo, privato, separarsi, separato, speciale, ...
- ιδιοκτήτης στα ιταλικά - proprietario, titolare, padrone, il proprietario, proprietaria, proprietario di
- ιδιορρυθμία στα ιταλικά - rarità, bizzarria, stranezza, peculiarità, particolarità, caratteristica, specificità
- ιδιοτέλεια στα ιταλικά - egoismo, l'egoismo, dell'egoismo, egoismi, dall'egoismo
Τυχαίες λέξεις
Ιδιοκτησία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: proprietà, possesso, immobili, struttura a, beni, di proprietà
Μεταφράσεις: proprietà, possesso, immobili, struttura a, beni, di proprietà