Ιδιοκτησία στα νορβηγικά

Μετάφραση: ιδιοκτησία, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eierskap, eiendom, besittelse, eiendommen, hotellet, egenskapen
Ιδιοκτησία στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ιδιοκτησία

ιδιοκτησία και πλούτοσ στη σπάρτη τησ κλασικήσ εποχήσ, ιδιοκτησία στην αγγλία, ιδιοκτησία ιστοσελίδας, ιδιοκτησία και επανάσταση, ιδιοκτησία εξ'αδιαιρέτου, ιδιοκτησία λεξικό γλώσσας νορβηγικά, ιδιοκτησία στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • ιδιαίτερος στα νορβηγικά - privat, skille, særskilt, atskilt, spesiell, Spesial, spesielle, ...
  • ιδιοκτήτης στα νορβηγικά - eier, eieren, eieren av
  • ιδιορρυθμία στα νορβηγικά - særegenhet, eiendommelighet, raritet, peculiarity, særegne
  • ιδιοτέλεια στα νορβηγικά - egoisme, selviskhet, selfishness, egenkjærlighet, selvopptatthet
Τυχαίες λέξεις
Ιδιοκτησία στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: eierskap, eiendom, besittelse, eiendommen, hotellet, egenskapen