Λεξικό στα εσθονικά

Μετάφραση: λεξικό, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sõnaraamat, sõnastik, sõnastikku, sõnastiku, sõnaraamatu
Λεξικό στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λεξικό

λεξικό δημητράκου, λεξικό λογοτεχνικών όρων, λεξικό οικονομικών όρων, λεξικό συνωνύμων, λεξικό αγγλικών, λεξικό λεξικό γλώσσας εσθονικά, λεξικό στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • λεμφικός στα εσθονικά - lümfoidne, lümfoidse, lümfoidsete, lümfoidsed, lümfoidsetes
  • λεμόνι στα εσθονικά - sidrun, sidruni, sidruniga, sidruni-, sidrunimahla
  • λεξιλόγιο στα εσθονικά - vokaabel, sõnavara, klassifikaator, KLASSIFIKATSIOON, sõnavarast, sõnastiku
  • λεονταρισμοί στα εσθονικά - uljaspäisus, bravuur, blustering
Τυχαίες λέξεις
Λεξικό στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: sõnaraamat, sõnastik, sõnastikku, sõnastiku, sõnaraamatu