Λεξικό στα ολλανδικά
Μετάφραση: λεξικό, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
woordenboek, Dictionary, woordenlijst
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λεξικό
λεξικό δημητράκου, λεξικό λογοτεχνικών όρων, λεξικό οικονομικών όρων, λεξικό συνωνύμων, λεξικό αγγλικών, λεξικό λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λεξικό στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- λεμφικός στα ολλανδικά - lymfoïde, lymfatische, lymfe, lymfoide, lymfoïd
- λεμόνι στα ολλανδικά - citroen, lemon, citroen-, citroenbomen, citroensap
- λεξιλόγιο στα ολλανδικά - woordenlijst, woordenschat, vocabulaire, de woordenschat, vocabularium
- λεονταρισμοί στα ολλανδικά - bulderende, blustering, brallende
Τυχαίες λέξεις
Λεξικό στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: woordenboek, Dictionary, woordenlijst
Μεταφράσεις: woordenboek, Dictionary, woordenlijst