Λεξικό στα ισλανδικά
Μετάφραση: λεξικό, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
orðabók, orðabókinni, orðabókin, orðabók íslenska
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λεξικό
λεξικό δημητράκου, λεξικό λογοτεχνικών όρων, λεξικό οικονομικών όρων, λεξικό συνωνύμων, λεξικό αγγλικών, λεξικό λεξικό γλώσσας ισλανδικά, λεξικό στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- λεμφικός στα ισλανδικά - lymphoid, eitilfruma, eitlaætt, eitilfruman
- λεμόνι στα ισλανδικά - sítrónu, Lemon, sítróna, sítrónupipar
- λεξιλόγιο στα ισλανδικά - orðaforða, orðaforði, Orðaforðinn, orðfæri, orðaforða sem
- λεονταρισμοί στα ισλανδικά - blustering
Τυχαίες λέξεις
Λεξικό στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: orðabók, orðabókinni, orðabókin, orðabók íslenska
Μεταφράσεις: orðabók, orðabókinni, orðabókin, orðabók íslenska