Μέτοχος στα εσθονικά
Μετάφραση: μέτοχος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aktsionär, aktsionäri, aktsionärile, aktsionäril, osanik
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μέτοχος
βασικόσ μέτοχοσ, μέτοχος ορισμός, κυρίαρχος μέτοχος, αφανήσ μέτοχοσ, μέτοχος αγγλικα, μέτοχος λεξικό γλώσσας εσθονικά, μέτοχος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- μέσον στα εσθονικά - keskmine, viis, abinõu, meedium, vahendid, keskmise, keskpikas, ...
- μέσος στα εσθονικά - keskmine, keskmise, keskmiselt, keskmisest, keskmist
- μέτρηση στα εσθονικά - mõõtmine, mõõtmise, mõõtmist, mõõtmiseks, mõõtmisel
- μέτριος στα εσθονικά - meedium, keskmine, läbitav, vastuvõetav, keskpärane, mõõdukas, mõõduka, ...
Τυχαίες λέξεις
Μέτοχος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: aktsionär, aktsionäri, aktsionärile, aktsionäril, osanik
Μεταφράσεις: aktsionär, aktsionäri, aktsionärile, aktsionäril, osanik