Μέτοχος στα ολλανδικά

Μετάφραση: μέτοχος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aandeelhouder, aandeelhouders, aandeelhouderswaarde, de aandeelhouders, aandeelhouder van
Μέτοχος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μέτοχος

βασικόσ μέτοχοσ, μέτοχος ορισμός, κυρίαρχος μέτοχος, αφανήσ μέτοχοσ, μέτοχος αγγλικα, μέτοχος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μέτοχος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μέσον στα ολλανδικά - wijze, middel, trant, gemiddeld, werktuig, medium, manier, ...
  • μέσος στα ολλανδικά - medium, gemiddeld, middelbaar, gemiddelde, de gemiddelde, average, het gemiddelde
  • μέτρηση στα ολλανδικά - grootte, maat, dimensie, mate, afmeting, meting, meten, ...
  • μέτριος στα ολλανδικά - gematigd, sober, medium, matig, bezadigd, temperen, gemiddeld, ...
Τυχαίες λέξεις
Μέτοχος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aandeelhouder, aandeelhouders, aandeelhouderswaarde, de aandeelhouders, aandeelhouder van