Πειθαρχία στα εσθονικά
Μετάφραση: πειθαρχία, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kord, teadusharu, distsipliin, distsipliini, distsipliini eest, erialal
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πειθαρχία
πειθαρχία στην σχολική τάξη, πειθαρχία στο σχολείο, πειθαρχία στη σχολική τάξη, πειθαρχία και παιδί, πειθαρχία και γνώση, πειθαρχία λεξικό γλώσσας εσθονικά, πειθαρχία στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- πειθήνιος στα εσθονικά - alandlik, leebe, õpihimuline, sõnakuulelik, kannatlik, kuulekas, kuulekate, ...
- πειθαναγκάζω στα εσθονικά - sundima, sundis, sunnitud, sunnitakse, sunnita, peale sunnitud
- πειθαρχικός στα εσθονικά - distsiplinaar-, distsiplinaarmenetluse, distsiplinaarmeetmete, distsiplinaarsüüteo, distsiplinaarvõimu
- πειθαρχώ στα εσθονικά - kord, teadusharu, distsipliin, distsipliini, distsipliini eest, erialal
Τυχαίες λέξεις
Πειθαρχία στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kord, teadusharu, distsipliin, distsipliini, distsipliini eest, erialal
Μεταφράσεις: kord, teadusharu, distsipliin, distsipliini, distsipliini eest, erialal