Πειθαρχία στα ουγγρικά
Μετάφραση: πειθαρχία, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tudományág, fegyelmezés, fegyelem, fegyelemről, fokozat tudományága, fegyelmet, fegyelemre
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πειθαρχία
πειθαρχία στην σχολική τάξη, πειθαρχία στο σχολείο, πειθαρχία στη σχολική τάξη, πειθαρχία και παιδί, πειθαρχία και γνώση, πειθαρχία λεξικό γλώσσας ουγγρικά, πειθαρχία στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- πειθήνιος στα ουγγρικά - alázatos, szófogadó, tanulékony, engedelmes, engedelmesek, szelíd, tanulékonyak
- πειθαναγκάζω στα ουγγρικά - kikényszerített, kényszerített, kényszerítették, kényszerítette, kényszer
- πειθαρχικός στα ουγγρικά - fegyelmi, a fegyelmi, diszciplináris
- πειθαρχώ στα ουγγρικά - tudományág, fegyelmezés, fegyelem, fegyelemről, fokozat tudományága, fegyelmet, fegyelemre
Τυχαίες λέξεις
Πειθαρχία στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: tudományág, fegyelmezés, fegyelem, fegyelemről, fokozat tudományága, fegyelmet, fegyelemre
Μεταφράσεις: tudományág, fegyelmezés, fegyelem, fegyelemről, fokozat tudományága, fegyelmet, fegyelemre