Πειθαρχία στα σουηδικά

Μετάφραση: πειθαρχία, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tukt, disciplin, disciplinen, ämne
Πειθαρχία στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πειθαρχία

πειθαρχία στην σχολική τάξη, πειθαρχία στο σχολείο, πειθαρχία στη σχολική τάξη, πειθαρχία και παιδί, πειθαρχία και γνώση, πειθαρχία λεξικό γλώσσας σουηδικά, πειθαρχία στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • πειθήνιος στα σουηδικά - lydig, fogliga, foglig, läraktig, läraktiga, docile
  • πειθαναγκάζω στα σουηδικά - tvingad, tvingas, tvingade, tvingats, tvingat
  • πειθαρχικός στα σουηδικά - disciplinära, disciplin, disciplinär, vetenskapligt, disciplinärt
  • πειθαρχώ στα σουηδικά - tukt, disciplin, disciplinen, ämne
Τυχαίες λέξεις
Πειθαρχία στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: tukt, disciplin, disciplinen, ämne