Πειθαρχία στα ιταλικά
Μετάφραση: πειθαρχία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disciplina, disciplina di, la disciplina, discipline, della disciplina
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πειθαρχία
πειθαρχία στην σχολική τάξη, πειθαρχία στο σχολείο, πειθαρχία στη σχολική τάξη, πειθαρχία και παιδί, πειθαρχία και γνώση, πειθαρχία λεξικό γλώσσας ιταλικά, πειθαρχία στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- πειθήνιος στα ιταλικά - mansueto, docile, ubbidiente, obbediente, docili, docilità, arrendevole
- πειθαναγκάζω στα ιταλικά - costretto, costretti, costretta, forzata, costrette
- πειθαρχικός στα ιταλικά - disciplinare, disciplinari, disciplina, disciplinare di
- πειθαρχώ στα ιταλικά - disciplina, disciplina di, la disciplina, discipline, della disciplina
Τυχαίες λέξεις
Πειθαρχία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: disciplina, disciplina di, la disciplina, discipline, della disciplina
Μεταφράσεις: disciplina, disciplina di, la disciplina, discipline, della disciplina