Πειθαρχία στα ρουμανικά
Μετάφραση: πειθαρχία, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
disciplina, disciplină, disciplinei, discipline, de disciplină
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πειθαρχία
πειθαρχία στην σχολική τάξη, πειθαρχία στο σχολείο, πειθαρχία στη σχολική τάξη, πειθαρχία και παιδί, πειθαρχία και γνώση, πειθαρχία λεξικό γλώσσας ρουμανικά, πειθαρχία στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- πειθήνιος στα ρουμανικά - ascultător, docil, docili, docilă, docile, docila
- πειθαναγκάζω στα ρουμανικά - forțat, constrâns, fortat, obligați, forțate
- πειθαρχικός στα ρουμανικά - disciplinar, disciplinare, disciplinară, disciplinara, disciplină
- πειθαρχώ στα ρουμανικά - disciplina, disciplină, disciplinei, discipline, de disciplină
Τυχαίες λέξεις
Πειθαρχία στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: disciplina, disciplină, disciplinei, discipline, de disciplină
Μεταφράσεις: disciplina, disciplină, disciplinei, discipline, de disciplină