Πειθαρχία στα τούρκικα

Μετάφραση: πειθαρχία, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
disiplin, ceza, disiplini, disiplinin, bir disiplin, disiplindir
Πειθαρχία στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πειθαρχία

πειθαρχία στην σχολική τάξη, πειθαρχία στο σχολείο, πειθαρχία στη σχολική τάξη, πειθαρχία και παιδί, πειθαρχία και γνώση, πειθαρχία λεξικό γλώσσας τούρκικα, πειθαρχία στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • πειθήνιος στα τούρκικα - itaatli, uysal, docile, uysal bir, uslu
  • πειθαναγκάζω στα τούρκικα - zorlamak, zorla, coerced, zorlama, zorlanamadığında, zorlanmış
  • πειθαρχικός στα τούρκικα - disiplin, disiplinli, disiplinler, disipliner
  • πειθαρχώ στα τούρκικα - ceza, disiplin, disiplini, disiplinin, bir disiplin, disiplindir
Τυχαίες λέξεις
Πειθαρχία στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: disiplin, ceza, disiplini, disiplinin, bir disiplin, disiplindir