Πειθαρχία στα ουκρανικά
Μετάφραση: πειθαρχία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дисципліна, наука, дисципліну
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πειθαρχία
πειθαρχία στην σχολική τάξη, πειθαρχία στο σχολείο, πειθαρχία στη σχολική τάξη, πειθαρχία και παιδί, πειθαρχία και γνώση, πειθαρχία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, πειθαρχία στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- πειθήνιος στα ουκρανικά - тямущий, слухняний, покірний, нагорода, слухняна
- πειθαναγκάζω στα ουκρανικά - присилувати, замовкнути, вмовкнути, примушувати, з примусу, за примусом, з примушення, ...
- πειθαρχικός στα ουκρανικά - виправний, дисциплінарний, дисциплінарного, дисциплінарна, дисциплінарну
- πειθαρχώ στα ουκρανικά - дисципліна, наука, дисципліну
Τυχαίες λέξεις
Πειθαρχία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: дисципліна, наука, дисципліну
Μεταφράσεις: дисципліна, наука, дисципліну