Πειθαρχία στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: πειθαρχία, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дисциплина, дисциплината, која дисциплина
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πειθαρχία
πειθαρχία στην σχολική τάξη, πειθαρχία στο σχολείο, πειθαρχία στη σχολική τάξη, πειθαρχία και παιδί, πειθαρχία και γνώση, πειθαρχία λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, πειθαρχία στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- πειθήνιος στα σλαβομακεδονικά - послушни, послушен, покорен, послушно, во покорен
- πειθαναγκάζω στα σλαβομακεδονικά - принудувал, присилуваат, принудна, принудена, принудени
- πειθαρχικός στα σλαβομακεδονικά - дисциплинска, дисциплински, дисциплинарен, дисциплинската, дисциплинските
- πειθαρχώ στα σλαβομακεδονικά - дисциплина, дисциплината, која дисциплина
Τυχαίες λέξεις
Πειθαρχία στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: дисциплина, дисциплината, која дисциплина
Μεταφράσεις: дисциплина, дисциплината, која дисциплина