Πειθαρχία στα ισπανικά
Μετάφραση: πειθαρχία, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
disciplina, la disciplina, disciplina de, de disciplina, una disciplina
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πειθαρχία
πειθαρχία στην σχολική τάξη, πειθαρχία στο σχολείο, πειθαρχία στη σχολική τάξη, πειθαρχία και παιδί, πειθαρχία και γνώση, πειθαρχία λεξικό γλώσσας ισπανικά, πειθαρχία στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- πειθήνιος στα ισπανικά - apacible, obediente, dócil, sumiso, manso, dóciles, docilidad
- πειθαναγκάζω στα ισπανικά - coaccionado, coaccionados, coaccionada, coacción, coaccionadas
- πειθαρχικός στα ισπανικά - disciplinario, disciplinaria, disciplinarias, disciplina, disciplinar
- πειθαρχώ στα ισπανικά - disciplina, la disciplina, disciplina de, de disciplina, una disciplina
Τυχαίες λέξεις
Πειθαρχία στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: disciplina, la disciplina, disciplina de, de disciplina, una disciplina
Μεταφράσεις: disciplina, la disciplina, disciplina de, de disciplina, una disciplina