Σοκάκι στα εσθονικά
Μετάφραση: σοκάκι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
põiktänav, vahekäik, backstreet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σοκάκι
σοκάκι συνώνυμα, γιαχνί σοκάκι, σοκάκι ναύπλιο, σοκάκι καρπενήσι, μακρύ σοκάκι, σοκάκι λεξικό γλώσσας εσθονικά, σοκάκι στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- σοδειά στα εσθονικά - piitsavars, tootma, tulu, lõikama, saak, pügama, põllukultuur, ...
- σοκ στα εσθονικά - šokk, šoki, shock, šokki, löögi
- σοκολάτα στα εσθονικά - šokolaad, šokolaadi, chocolate, šokolaadiga, šokolaadist
- σολομός στα εσθονικά - lõhi, lõhe, lõhet, väärislõhe, lõhede, lõhega
Τυχαίες λέξεις
Σοκάκι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: põiktänav, vahekäik, backstreet
Μεταφράσεις: põiktänav, vahekäik, backstreet