Σοκάκι στα ουκρανικά

Μετάφραση: σοκάκι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кегельбан, провулок, переулок, пров
Σοκάκι στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σοκάκι

σοκάκι συνώνυμα, γιαχνί σοκάκι, σοκάκι ναύπλιο, σοκάκι καρπενήσι, μακρύ σοκάκι, σοκάκι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σοκάκι στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • σοδειά στα ουκρανικά - жнива, зерно, воло, зоб, урожай, врожай
  • σοκ στα ουκρανικά - поштовх, юрма, потрясіння, шок, удар, зворушення
  • σοκολάτα στα ουκρανικά - шоколад, цукерка, шоколадний
  • σολομός στα ουκρανικά - лосось
Τυχαίες λέξεις
Σοκάκι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: кегельбан, провулок, переулок, пров