Σοκάκι στα ρουμανικά
Μετάφραση: σοκάκι, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
alee, Backstreet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σοκάκι
σοκάκι συνώνυμα, γιαχνί σοκάκι, σοκάκι ναύπλιο, σοκάκι καρπενήσι, μακρύ σοκάκι, σοκάκι λεξικό γλώσσας ρουμανικά, σοκάκι στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- σοδειά στα ρουμανικά - recoltă, producţie, cultură, culturi, culturilor, a culturilor, recoltarea
- σοκ στα ρουμανικά - şoc, zdruncinătură, șoc, soc, de șoc, șocuri, șocul
- σοκολάτα στα ρουμανικά - ciocolată, ciocolata, de ciocolată, de ciocolata, ciocolatei
- σολομός στα ρουμανικά - somon, de somon, somonul, somonului, somon de
Τυχαίες λέξεις
Σοκάκι στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: alee, Backstreet
Μεταφράσεις: alee, Backstreet