Σοκάκι στα δανικά

Μετάφραση: σοκάκι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stræde, Backstreet, baggade, af Backstreet, i Backstreet
Σοκάκι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σοκάκι

σοκάκι συνώνυμα, γιαχνί σοκάκι, σοκάκι ναύπλιο, σοκάκι καρπενήσι, μακρύ σοκάκι, σοκάκι λεξικό γλώσσας δανικά, σοκάκι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • σοδειά στα δανικά - afgrøde, høste, høst, afgrøden, afgrøder, af afgrøder
  • σοκ στα δανικά - chokere, chok, shock, stød
  • σοκολάτα στα δανικά - chokolade, chocolade, chocolate, chokoladen
  • σολομός στα δανικά - laks, laksen, laks med, salmon
Τυχαίες λέξεις
Σοκάκι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stræde, Backstreet, baggade, af Backstreet, i Backstreet