Στασιαστικός στα εσθονικά

Μετάφραση: στασιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võimuvastane, mässuline, mässumeelne, mässumeelsed, vastupanija, mässumeelset
Στασιαστικός στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στασιαστικός

στασιαστικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, στασιαστικός στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • σταματώ στα εσθονικά - tekk, seiskuma, peatama, seisak, peatuma, seisatuma, märgistama, ...
  • στασιασμός στα εσθονικά - mässumeelsus, mäss, mässule õhutamist, mässu, mässamise
  • στατικός στα εσθονικά - paigalseisev, segamine, vastuseis, staatiline, staatilise, staatilised, staatilist, ...
  • στατιστική στα εσθονικά - statistika, statistikat, statistiliste andmete, statistiliste, statistikas
Τυχαίες λέξεις
Στασιαστικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: võimuvastane, mässuline, mässumeelne, mässumeelsed, vastupanija, mässumeelset