Στασιαστικός στα ρουμανικά
Μετάφραση: στασιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rebel, răzvrătită, răzvrătit, rebelă, răzvrătiți
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στασιαστικός
στασιαστικός λεξικό γλώσσας ρουμανικά, στασιαστικός στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- σταματώ στα ρουμανικά - probă, antract, oprire, cec, stop, opri, a opri, ...
- στασιασμός στα ρουμανικά - răscoală, răzvrătire, revoltă, sedițiune, rebeliune
- στατικός στα ρουμανικά - static, statică, statice, statica
- στατιστική στα ρουμανικά - statistică, statistici, statisticile, statisticilor, statistica de
Τυχαίες λέξεις
Στασιαστικός στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: rebel, răzvrătită, răzvrătit, rebelă, răzvrătiți
Μεταφράσεις: rebel, răzvrătită, răzvrătit, rebelă, răzvrătiți