Στασιαστικός στα ισλανδικά
Μετάφραση: στασιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
uppreistarmenn, þrjóskur, einber þverúð, Rebellious
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στασιαστικός
στασιαστικός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, στασιαστικός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- σταματώ στα ισλανδικά - hætta, stöðva, hætta að, að stöðva, að hætta
- στασιασμός στα ισλανδικά - sedition, uppreisn gegn ríkinu
- στατικός στα ισλανδικά - truflanir, kyrrstæð, fast, kyrrstöðu, fasta
- στατιστική στα ισλανδικά - tölfræði, Hagstofa, tölur, hagskýrslur, tölfræðilegar
Τυχαίες λέξεις
Στασιαστικός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: uppreistarmenn, þrjóskur, einber þverúð, Rebellious
Μεταφράσεις: uppreistarmenn, þrjóskur, einber þverúð, Rebellious