Στασιαστικός στα λευκορωσικά
Μετάφραση: στασιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мяцежны
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στασιαστικός
στασιαστικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, στασιαστικός στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- σταματώ στα λευκορωσικά - стоп, ступняў
- στασιασμός στα λευκορωσικά - крамола
- στατικός στα λευκορωσικά - статычны
- στατιστική στα λευκορωσικά - статыстыка, статыстыка беларускага
Τυχαίες λέξεις
Στασιαστικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: мяцежны
Μεταφράσεις: мяцежны