Στασιαστικός στα πολωνικά

Μετάφραση: στασιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
buntowniczy, rebeliancki, zbuntowany, buntownicze, buntownicza, zbuntowana
Στασιαστικός στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στασιαστικός

στασιαστικός λεξικό γλώσσας πολωνικά, στασιαστικός στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • σταματώ στα πολωνικά - przerywać, kratka, zawiesić, zmitygować, utykanie, skontrolować, szach, ...
  • στασιασμός στα πολωνικά - rokosz, bunt, podburzanie, rozruchy, sedition, podburzania do niepokojów społecznych
  • στατικός στα πολωνικά - nieruchomy, statyczny, statyczne, statyczna, statycznego, static
  • στατιστική στα πολωνικά - dane, statystyka, statystyk, statystyki, Statystki, statystyczne
Τυχαίες λέξεις
Στασιαστικός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: buntowniczy, rebeliancki, zbuntowany, buntownicze, buntownicza, zbuntowana