Στασιαστικός στα ουκρανικά

Μετάφραση: στασιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
повстання, бунтарський, бунтівний, заколотний, ворохобности, бунтівниче, бунтівливий
Στασιαστικός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στασιαστικός

στασιαστικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, στασιαστικός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • σταματώ στα ουκρανικά - лік, шах, зупинити, рахівниці, замішання, зупинитися, вагатися, ...
  • στασιασμός στα ουκρανικά - підбурювання, крамола, крамолу
  • στατικός στα ουκρανικά - статичний, статична, статичну
  • στατιστική στα ουκρανικά - статистика, статистики
Τυχαίες λέξεις
Στασιαστικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: повстання, бунтарський, бунтівний, заколотний, ворохобности, бунтівниче, бунтівливий