Στασιαστικός στα κροατικά
Μετάφραση: στασιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
neposlušan, buntovan, buntovnički, pobunjenički, buntovni, odmetnički
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στασιαστικός
στασιαστικός λεξικό γλώσσας κροατικά, στασιαστικός στα κροατικά
Μεταφράσεις
- σταματώ στα κροατικά - zastajati, zastoj, provjerite, zastati, prekid, hromost, stanka, ...
- στασιασμός στα κροατικά - zavođenje, pobuna, propaganda, pobune
- στατικός στα κροατικά - statičkih, statičan, statički, statička, Statični, statična
- στατιστική στα κροατικά - statistika, statistike, učinak, statistiku, statistički
Τυχαίες λέξεις
Στασιαστικός στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: neposlušan, buntovan, buntovnički, pobunjenički, buntovni, odmetnički
Μεταφράσεις: neposlušan, buntovan, buntovnički, pobunjenički, buntovni, odmetnički