Στασιαστικός στα τούρκικα
Μετάφραση: στασιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
asi, isyankar, isyancı, isyankâr, isyan
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στασιαστικός
στασιαστικός λεξικό γλώσσας τούρκικα, στασιαστικός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- σταματώ στα τούρκικα - durmak, dur, durdurmak, durdurun, durdurma, durdurmaya
- στασιασμός στα τούρκικα - isyana teşvik, fitne, sedition, tahrik, isyan
- στατικός στα τούρκικα - statik, statik bir, static, durağan
- στατιστική στα τούρκικα - istatistik, istatistikleri, İstatistikler, istatistiği, Istatistikler Üyelik
Τυχαίες λέξεις
Στασιαστικός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: asi, isyankar, isyancı, isyankâr, isyan
Μεταφράσεις: asi, isyankar, isyancı, isyankâr, isyan