Στασιαστικός στα ιταλικά
Μετάφραση: στασιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ribelle, riottoso, ribelli, ribellione, rebellious
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στασιαστικός
στασιαστικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, στασιαστικός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- σταματώ στα ιταλικά - arginare, fermo, pausa, verificare, sostare, fermare, arresto, ...
- στασιασμός στα ιταλικά - sedizione, la sedizione, sedizioni, di sedizione
- στατικός στα ιταλικά - statico, statica, statici, statiche, static
- στατιστική στα ιταλικά - statistica, statistiche, le statistiche, statistics, statistiche di
Τυχαίες λέξεις
Στασιαστικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: ribelle, riottoso, ribelli, ribellione, rebellious
Μεταφράσεις: ribelle, riottoso, ribelli, ribellione, rebellious