Ταυτίζω στα εσθονικά

Μετάφραση: ταυτίζω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
samastuma, identifitseerima, tuvastama, identne, identsed, identse, identsete, identset
Ταυτίζω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ταυτίζω

ταυτίζω μετάφραση, ταυτίζω in english, ταυτίζω συνώνυμο, ταυτίζω αγγλικά, ταυτίζω λεξικό γλώσσας εσθονικά, ταυτίζω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ταρσικός στα εσθονικά - lauplaadi-, pöiapära-, lauplaadi, tarsaalliigesed, tarsaaltunneli
  • τασάκι στα εσθονικά - tuhatoos, tuhatoosi, tuhkakuppi, tuhatoosiga
  • ταυτότητα στα εσθονικά - samasus, isikutõend, identsus, samastumine, identifitseerimine, isik, identiteet, ...
  • ταυτόχρονα στα εσθονικά - samaaegselt, üheaegselt, samal ajal, korraga, samal
Τυχαίες λέξεις
Ταυτίζω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: samastuma, identifitseerima, tuvastama, identne, identsed, identse, identsete, identset