Ταυτίζω στα κροατικά

Μετάφραση: ταυτίζω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ustanoviti, izjednačiti, odrediti, prepoznavanje, istovjetan, identičan, identična, identični, identične
Ταυτίζω στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ταυτίζω

ταυτίζω μετάφραση, ταυτίζω in english, ταυτίζω συνώνυμο, ταυτίζω αγγλικά, ταυτίζω λεξικό γλώσσας κροατικά, ταυτίζω στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • ταρσικός στα κροατικά - zastopalni
  • τασάκι στα κροατικά - pepeljara, pepeljare, pepeljaru
  • ταυτότητα στα κροατικά - identifikacijskog, samosvojnost, identitet, identifikaciju, istovjetnost, identiteta, osobna, ...
  • ταυτόχρονα στα κροατικά - istodobno, istovremeno, simultano, je istovremeno, isto
Τυχαίες λέξεις
Ταυτίζω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: ustanoviti, izjednačiti, odrediti, prepoznavanje, istovjetan, identičan, identična, identični, identične