Ταυτίζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ταυτίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
idêntico, identificar, idêntica, idênticos, idênticas, iguais
Ταυτίζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ταυτίζω

ταυτίζω μετάφραση, ταυτίζω in english, ταυτίζω συνώνυμο, ταυτίζω αγγλικά, ταυτίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ταυτίζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ταρσικός στα πορτογαλικά - tarsal, do tarso, tarso, tarsal do, társico
  • τασάκι στα πορτογαλικά - cinzeiro, cinzeiro de, do cinzeiro, ashtray
  • ταυτότητα στα πορτογαλικά - identidade, identificar, de identidade, a identidade, identidade de, identity
  • ταυτόχρονα στα πορτογαλικά - simultaneamente, simultâneo, em simultâneo, ao mesmo tempo, mesmo tempo
Τυχαίες λέξεις
Ταυτίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: idêntico, identificar, idêntica, idênticos, idênticas, iguais