Ταυτίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: ταυτίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
identificeren, vereenzelvigen, identiek, gelijk, identieke, dezelfde, identiek zijn
Ταυτίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ταυτίζω

ταυτίζω μετάφραση, ταυτίζω in english, ταυτίζω συνώνυμο, ταυτίζω αγγλικά, ταυτίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ταυτίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ταρσικός στα ολλανδικά - tarsal, tarsale, tarsaal, tarsaal-, spronggewricht
  • τασάκι στα ολλανδικά - asbak, asbakje, as bak, ashtray, aslade
  • ταυτότητα στα ολλανδικά - identiteit, erkenning, herkenning, de identiteit, identiteit van, identity, identiteitskaart
  • ταυτόχρονα στα ολλανδικά - tegelijkertijd, simultaan, gelijktijdig, tegelijk
Τυχαίες λέξεις
Ταυτίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: identificeren, vereenzelvigen, identiek, gelijk, identieke, dezelfde, identiek zijn