Ταυτίζω στα σουηδικά

Μετάφραση: ταυτίζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
identifiera, identisk, identiska, identiskt, samma, är identiska
Ταυτίζω στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ταυτίζω

ταυτίζω μετάφραση, ταυτίζω in english, ταυτίζω συνώνυμο, ταυτίζω αγγλικά, ταυτίζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, ταυτίζω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • ταρσικός στα σουηδικά - tarsal, tarsala, böjd
  • τασάκι στα σουηδικά - askfat, askkopp, askkoppen, askfatet, askkoppens
  • ταυτότητα στα σουηδικά - identitet, identiteten, identitets, identitetskort
  • ταυτόχρονα στα σουηδικά - samtidigt, samtidig, simultant, att samtidigt
Τυχαίες λέξεις
Ταυτίζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: identifiera, identisk, identiska, identiskt, samma, är identiska