Ταυτίζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: ταυτίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ідентичний
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ταυτίζω
ταυτίζω μετάφραση, ταυτίζω in english, ταυτίζω συνώνυμο, ταυτίζω αγγλικά, ταυτίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ταυτίζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ταρσικός στα ουκρανικά - преплюсневой
- τασάκι στα ουκρανικά - попільничка, Пепельница, Попільниця
- ταυτότητα στα ουκρανικά - особистий, особовий, ототожнення, тотожність, підтримка, дійсність, ототожнювання, ...
- ταυτόχρονα στα ουκρανικά - паралельно, одночасно, водночас
Τυχαίες λέξεις
Ταυτίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ідентичний
Μεταφράσεις: ідентичний