Ταυτίζω στα φινλανδικά

Μετάφραση: ταυτίζω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hahmottaa, todeta, tunnistaa, nimetä, identtinen, sama, samanlainen, samanlaisia, samat
Ταυτίζω στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ταυτίζω

ταυτίζω μετάφραση, ταυτίζω in english, ταυτίζω συνώνυμο, ταυτίζω αγγλικά, ταυτίζω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ταυτίζω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • ταρσικός στα φινλανδικά - tarsal, tarsaalifleksuuraa, nilkkanivelen
  • τασάκι στα φινλανδικά - tuhkakuppi, tuhkakupin, ashtray
  • ταυτότητα στα φινλανδικά - samastus, tunnistaminen, määrääminen, identiteetti, tunnus, osoittaminen, identity, ...
  • ταυτόχρονα στα φινλανδικά - samanaikaisesti, yhtaikaa, yhtäaikaisesti, samalla, yhtä aikaa, samaan aikaan
Τυχαίες λέξεις
Ταυτίζω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: hahmottaa, todeta, tunnistaa, nimetä, identtinen, sama, samanlainen, samanlaisia, samat