Ταυτίζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: ταυτίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eins, nákvæmlega eins, eins og, nákvæmlega, samhljóða
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ταυτίζω
ταυτίζω μετάφραση, ταυτίζω in english, ταυτίζω συνώνυμο, ταυτίζω αγγλικά, ταυτίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ταυτίζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ταρσικός στα ισλανδικά - tarsal
- τασάκι στα ισλανδικά - öskubakki, Ashtray
- ταυτότητα στα ισλανδικά - sjálfsmynd, auðkenni, kennimark, deili, uppruni
- ταυτόχρονα στα ισλανδικά - samtímis, sama tíma, á sama tíma, jafnframt, einu
Τυχαίες λέξεις
Ταυτίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: eins, nákvæmlega eins, eins og, nákvæmlega, samhljóða
Μεταφράσεις: eins, nákvæmlega eins, eins og, nákvæmlega, samhljóða