Έναρθρος στα ισλανδικά

Μετάφραση: έναρθρος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
articulateness
Έναρθρος στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έναρθρος

έναρθρος λόγος, έναρθρος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, έναρθρος στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • έμψυχος στα ισλανδικά - lifandi, Hreyfimynd, hreyfast
  • ένα στα ισλανδικά - einn, að, er, sem, óákveðinn greinir í ensku, sem er
  • έναρξη στα ισλανδικά - byrjun, upphaf, hafin
  • ένας στα ισλανδικά - einn, eitt, ein, einu, eina
Τυχαίες λέξεις
Έναρθρος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: articulateness