Έναρθρος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: έναρθρος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
articular, articulateness, expressividade, poder de articulação
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έναρθρος
έναρθρος λόγος, έναρθρος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, έναρθρος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- έμψυχος στα πορτογαλικά - animar, animado, animam, animados, animá
- ένα στα πορτογαλικά - um, uma, de um, a, de
- έναρξη στα πορτογαλικά - começo, cometo, procedência, nascente, princípio, manancial, origem, ...
- ένας στα πορτογαλικά - um, uma, de um, se, alguém
Τυχαίες λέξεις
Έναρθρος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: articular, articulateness, expressividade, poder de articulação
Μεταφράσεις: articular, articulateness, expressividade, poder de articulação