Έναρθρος στα λιθουανικά

Μετάφραση: έναρθρος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tarti, articulateness
Έναρθρος στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έναρθρος

έναρθρος λόγος, έναρθρος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, έναρθρος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • έμψυχος στα λιθουανικά - pagyvinti, animuoti, Pagyvėja, atgaivinti, animate
  • ένα στα λιθουανικά - vienas
  • έναρξη στα λιθουανικά - kilmė, pradžia, ištaka, šaltinis, pradžios, pradžią, pradėtą, ...
  • ένας στα λιθουανικά - vienas, viena, vieną, vieno, vienos
Τυχαίες λέξεις
Έναρθρος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: tarti, articulateness