Έναρθρος στα νορβηγικά
Μετάφραση: έναρθρος, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
articulateness
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έναρθρος
έναρθρος λόγος, έναρθρος λεξικό γλώσσας νορβηγικά, έναρθρος στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- έμψυχος στα νορβηγικά - animere, animer, å animere, animerer, animeres
- ένα στα νορβηγικά - et, en, ett
- έναρξη στα νορβηγικά - begynnelse, opphav, kilde, oppkomme, Iverksettelse, oppstart, tiltredelse, ...
- ένας στα νορβηγικά - ett, en, et, én, man
Τυχαίες λέξεις
Έναρθρος στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: articulateness
Μεταφράσεις: articulateness